μπράβος

μπράβος
ο (Μ μπράβος)
1. μισθωτός σωματοφύλακας στην υπηρεσία πλουσίων και ισχυρών
2. (ως επίθ. αρσ.) γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος
νεοελλ.
πληρωμένος ταραχοποιός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, ιδίως πολιτικού κόμματος ή προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος», πιθ. < αρχ. προβηγκ. brau «άγριος» < λατ. barbarus < βάρβαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπράβος — ο (λ. ιταλ.), σωματοφύλακας, άτομο που πληρώνεται για να προκαλεί φασαρίες σε βάρος άλλου: Φοβόταν για τη ζωή του και πήγαινε παντού με τους μπράβους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεκράκτης — ο (Α κεκράκτης) νεοελλ. θορυβώδης εγκάθετος σε πολιτική συγκέντρωση, μπράβος αρχ. 1. αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς, κράχτης («ἅρπαξ, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνήν ἔχων», Αριστοφ.) 2. κόρακας («κεκρᾱκται κόρακες», σχόλ. στον Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μαγκουροφόρος — ο 1. αυτός που κρατά μαγκούρα, οπλισμένος με μαγκούρα 2. συνεκδ. σωματοφύλακας, μπράβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • μαντρόσκυλο — το, και μαντρόσκυλος, ο 1. σκυλί που φυλάει τα κοπάδια, τσοπανόσκυλο, ποιμενικός σκύλος 2. (για ανθρώπους) α) αυστηρός φύλακας β) μπράβος …   Dictionary of Greek

  • μπραβοσύνη — η ανδρεία, ικανότητα, επιτηδειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπράβος + κατάλ. σύνη (πρβλ. καλο σύνη, μεγαλο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • τραμπούκος — ο, θηλ. τραμπούκα και τραμπούκισσα, και ουδ. τραμπούκο, Ν 1. (το αρσ.) α) μπράβος, εξωνημένο και ανήθικο άτομο που απειλεί, εκβιάζει, αυθαιρετεί και τρομοκρατεί υπηρετώντας τους ανέντιμους σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης ή ενός πολιτικού β)… …   Dictionary of Greek

  • παλικαράς — ο 1. άνθρωπος τολμηρός, γενναίος. 2. αυτός που κάνει το γενναίο, αλλ. μπράβος, τραμπούκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”